Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

19 Φεβρουαρίου- Και στη μέση θάλασσα

Μακριά από τα στερεότυπα

Ο Νίκος Αραπάκης κάνει μια εξαιρετική συγγραφική αρχή με το «Και στη μέση η θάλασσα». Ενα μυθιστόρημα για τα πάθη των ανθρώπων αλλά και των λαών.


Συνέντευξη στον Γιάννη Πλιώτα


Ενάμιση μόνο βήμα πριν το καρναβάλι και στο σημερινό φύλλο αφήνουμε πίσω τη «λονδρέζικη μέρα» της περασμένης εβδομάδας, προκειμένου να ταξιδέψουμε σ’ ένα αλληγορικό παραμύθι, που διαδραματίζεται σε τόπους και χώρες, που μοιάζουν με την Ελλάδα και την Τουρκία αλλοτινών καιρών.

Βρέθηκε λοιπόν στα χέρια μου το «Και στη μέση η θάλασσα», ένα πολύ καλό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα ο εκδοτικός οίκος Ν.&Σ. Μπατσιούλας. Συγγραφέας είναι ο πρωτοεμφανιζόμενος Νίκος Αραπάκης, ο οποίος γεννήθηκε το 1969 στην Καλαμάτα και όπως θα διαπιστώσετε έχει κάνει μια εξαιρετική συγγραφική αρχή. Διαβάζοντας το πρώτο κεφάλαιο είχα την εντύπωση ότι το «Και στη μέση η θάλασσα» πρόκειται για ένα ναυτικό μυθιστόρημα, είδος που μου είχε λείψει, αλλά η συνέχεια ήταν κάπως διαφορετική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λείπει απ’ τις σελίδες του η έντονη μυρωδιά της αλμύρας.

Το «Και στη μέση η θάλασσα» αφηγείται την πολύπαθη ιστορία του Αβέρκιου, ενός ναυτικού από τη Ρωμανία, ο οποίος έχει συνάψει εμπορικές συναλλαγές με τη Σαρακίνα, μια χώρα που μοιάζει με την οθωμανική αυτοκρατορία του τέλους του 19ου αιώνα. Εκτός από το εμπόριο, όμως η εξωτική Σαρακίνα έλκει τον Αβέρκιο εξαιτίας των μεθυστικών αρωμάτων της Ανατολής, τα οποία τελικά θα τον παρασύρουν και στις συμπτώσεις ενός επικίνδυνου παιχνιδιού αγάπης. Πέρα από τα πάθη, όμως, των ανθρώπων υπάρχουν και τα πάθη των λαών. Εξαιτίας ενός πολέμου που έχει προηγηθεί και φυσικά του μίσους που προϋπάρχει μεταξύ Ρωμανών και Σαρακηνών, οι δύο χώρες δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις και αυτή είναι η αιτία που πολεμοκάπηλοι και κάθε είδους μεσάζοντες αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν με σκοπό -τι άλλο;- το κέρδος. Τελικά το ερώτημα που τίθεται και καλείται ο αναγνώστης να απαντήσει μαζί με τους ήρωες, είναι αν τους δύο λαούς χωρίζουν ουσιαστικές διαφορές ή μονάχα η θάλασσα.

Γλώσσα και συμπτώματα

Διέκρινα δύο σημαντικά κι αξιοπρόσεκτα στοιχεία στη γραφή του Νίκου Αραπάκη. Πρώτα απ’ όλα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Επιλέγει εκτός από την αποτύπωση της ομιλίας των ηρώων, να ντύσει όλο το λόγο του με μια ιδιαίτερη ντοπιολαλιά, πολύ ξεχωριστή, που είμαι σίγουρος ότι θα ξυπνήσει μνήμες στους μεγαλύτερους και θα διανθίσει το λεξιλόγιο των νεώτερων με πολύτιμα λαογραφικά στοιχεία. Το δεύτερο στοιχείο και κατά τη γνώμη μου ο πυρήνας γύρω απ’ τον οποίο περιστρέφεται το βιβλίο, είναι ο πολιτικοποιημένος λόγος του, δηλαδή η πολύ έντονη διάθεση καυτηρίασης διαχρονικών συμπτωμάτων της πολιτικής ζωής του τόπου μας. Ιντριγκες, ηδυπάθεια, φθόνος, παρωπιδικός υπεπατριωτισμός, διαφθορά, νεποτισμός και όλα τα υπόλοιπα που κατακρίνουμε, πλην όμως καταφέρνουν να αναπαράγονται διαμέσου των αιώνων.

Φανταστικό χρονογράφημα

Συνολικά το «Και στη μέση η θάλασσα» είναι ένα φανταστικό χρονογράφημα μιας εποχής που θα μπορούσε να αναχθεί με ακρίβεια σε οποιαδήποτε εποχή της ιστορίας μας και να εξακολουθεί να σκιαγραφεί επιτυχημένα την κατάσταση μεταξύ ημών και της γείτονος. Εξαιτίας συγκεκριμένων, μη άμεσα ορατών συνιστωσών, θα το χαρακτήριζα ένα κράμα του «Imperium» του Μιχάλη Σπέγγου και του κλασικού «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ. Διαβάζεται τόσο γρήγορα όσο και ευχάριστα, σημειώστε τη συνολικά καλαίσθητη έκδοση και περισσότερα θα μάθετε ανατρέχοντας σε όσα ενδιαφέροντα μου είπε ο συγγραφέας.

- Πόσο εφικτή θα ήταν στη σύγχρονη εποχή μια εκ βαθέων προσέγγιση της χώρας μας και της Τουρκίας;

Δυστυχώς, πραγματική προσέγγιση μεταξύ των δυο κρατών, δεν μπορεί να υπάρξει υπό τις παρούσες συνθήκες. Ηγέτες χαμηλού βεληνεκούς, συμφέροντα άλλων χωρών, αντιπαλότητα περασμένη από γενιά σε γενιά και στις δυο πλευρές τη θάλασσας καθώς και διάφοροι άλλοι λόγοι, που εδώ δεν μπορούν να αναφερθούν λόγω έλλειψης χώρου, δεν το επιτρέπουν. Για να ξεπεραστούν πάθη και έριδες αιώνων χρειάζεται ένα πλήθος πραγμάτων: παιδεία, ρεαλισμός, κατανόηση και πάνω απ’ όλα ανοιχτόμυαλες ηγεσίες που θα έχουν κατά νου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των λαών τους και όχι τις ορέξεις διαφόρων... καλοθελητών. Ισως... κάπου... κάποτε... Επί του παρόντος, ανέφικτο.

- Πόσο ίδιοι είναι σήμερα οι δύο λαοί; Τι μας χωρίζει και τι μας ενώνει εκτός από τη θάλασσα;

Δεν ξέρω αν είμαστε ίδιοι ή διαφέρουμε, έχω την αίσθηση όμως ότι αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Η καλή γειτονία όμορων κρατών δεν αφορά στις ομοιότητες ή στις διαφορές τους, αφορά πρωτίστως στην κατανόηση. Οταν είσαι σε θέση να κατανοήσεις, οι ομοιότητες θα σε ενώσουν και οι διαφορές θα σε προβληματίσουν, θα σε στεναχωρήσουν αλλά σίγουρα δεν θα σε καταστρέψουν. Τώρα, όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησή σας, το μόνο που μας ενώνει και μας χωρίζει και μου έρχεται εύκολα στο μυαλό είναι «οι εταιρείες οπλικών συστημάτων» και οι εκπρόσωποί τους. Αν έχουν ξεπουλήσει, όλα καλά. Αν όχι...

- Εχετε συναντήσει αντιδράσεις από υπερπατριώτες;

Μακάρι, αλλά πού τέτοια τύχη. Ποιος δεν θα ήθελε να του κάψουν το βιβλίο του έξω από κάποιο βιβλιοπωλείο, παρουσία καμερών; Εσείς που είστε του χώρου, πρέπει να γνωρίζεται ότι αυτός είναι ένας σίγουρος τρόπος να κάνεις μπεστ σέλερ. Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Πέραν του αστείου, νομίζω ότι το βιβλίο καταθέτει άποψη χωρίς να προσβάλλει. Κυρίως όμως όποιος το διαβάσει πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι μυθιστόρημα και όχι ιστορικό δοκίμιο ή εγχειρίδιο περί της σχέσεως των δυο λαών.

- Γιατί επιλέξατε να χρησιμοποιήσετε τη Ρωμανία και τη Σαρακίνα, δύο φανταστικές χώρες; Θα άλλαζε το βιβλίο αν ήταν τοποθετημένο σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο;

Βασικά ήθελα να απεμπλέξω τον αναγνώστη από τα διάφορα στερεότυπα που κουβαλάει μέσα του για τις δυο χώρες, αλλά κυρίως δεν ήθελα να γράψω ένα ακόμη μυθιστόρημα για την «Πόλη» ή τη Σμύρνη, από αυτά που γράφονται σωρηδόν τα τελευταία χρόνια. Αν έφτιαχνα αυτό που ο κόσμος αποκαλεί «ιστορικό μυθιστόρημα», θα ήμουν αναγκασμένος να ακολουθήσω την πεπατημένη, δηλαδή, μυθοπλασία λίγο πολύ στηριγμένη σε πραγματικά ιστορικά περιστατικά. Εμένα όμως δεν με ενδιέφερε να ξαναπώ την ιστορία, αλλά να καυτηριάσω όλους αυτούς που ασελγούν εις βάρος της.

- Με ποιον ήρωα του βιβλίου ταυτίζεστε περισσότερο και ποιανού τη ζωή θα ζηλεύατε;

Οι περισσότεροι, έχω την αίσθηση, θα σαγηνευτούν από τον ηρωισμό του Μπουλέντ ή την αγνότητα του Κωσταντή. Εμένα πάντως, θα μου επιτρέψετε να πρωτοτυπήσω και να δηλώσω οπαδός δυο όχι και τόσο κεντρικών ηρώων, του Ευτύχιου και της Ευγενίας, της πεθεράς του. Του μεν πρώτου γιατί δρα και πράττει κόντρα στην αδύναμη φύση του, και της δεύτερης γιατί είναι ο πλέον αληθινός χαρακτήρας αφού είναι στηριγμένος κατά μεγάλο ποσοστό στη μάνα μου. Κοινώς θαυμάζω τη μαμά μου που η τρέλα της δεν έχει όριο! Τώρα, στο δεύτερο που με ρωτήσατε, η απάντηση, νομίζω, είναι εύκολη. Η ζωή του Αβέρκιου είναι κάτι που, αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι θα ζηλεύαμε.

- Τα εγκλήματα κατά του λαού τιμωρούνται δικαιότερα με την ποινή του θανάτου ή με τη διαπόμπευση;

Αλλο πράγμα το σήμερα και άλλο ένα μυθιστόρημα που περιγράφει κάτι που θα μπορούσε να είχε γίνει κάποιες εκατοντάδες χρόνια πριν. Σήμερα δεν μπορεί, για κανένα λόγο, να υπάρχει ποινή του θανάτου για οποιοδήποτε αδίκημα. Τα κράτη που τη χρησιμοποιούν είναι είτε βάρβαρα, είτε ολοκληρωτικά. Βέβαια, ούτε η διαπόμπευση είναι αρκετή για κάποιους που επιβουλεύονται ή καταλύουν τη δημοκρατία. Θα ταυτιστώ απόλυτα με τη ρήση του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή για τους πραξικοπηματίες της εικοστής πρώτης Απριλίου του ’67: «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».

- Ποιες οι δυσκολίες στο χώρο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα;

Δυστυχώς, πάρα πολλές. Σήμερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι εκδοτικοί οίκοι βλέπουν τι μπορεί να τους φέρει κέρδος και όχι τι έχει αξία. Γνωρίζω ανθρώπους που γράφουν καλά και έχουν κάτι να πουν, αλλά δεν έχουν καταφέρει ποτέ να εκδώσουν τίποτα γιατί, σύμφωνα με τους ειδήμονες των εκδοτικών οίκων, είναι αντιεμπορικοί. Στον αντίποδα άνθρωποι με ασήμαντες απόψεις και γραφτά, ή «μπάρμπα στην Κορώνη», όχι μόνο εκδίδονται αλλά συχνά πυκνά είναι και ευπώλητοι. Τι να πεις, σημεία των καιρών. Ασήμαντα βιβλία που το μόνο που προσφέρουν είναι «αποβλάκωση» σπάνε ταμεία. Για να μην μεμψιμοιρούμε όμως, νομίζω, ότι όταν κάποιος το έχει και το θέλει πολύ, αργά ή γρήγορα, θα βρει το δρόμο του.

- Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;

Ναι, σε λίγο καιρό τελειώνω ένα καινούργιο μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου και το οποίο, αν πάνε καλά τα πράγματα, θα κυκλοφορήσει προς το τέλος της χρονιάς. Φιλοδοξία μου είναι, εστιάζοντας στους απλούς και καθημερινούς ανθρώπους της εποχής, να δώσω στον αναγνώστη μια όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική εικόνα του τι συνέβαινε τότε. Και, πιστέψτε με, συνέβαιναν φοβερά και τρομερά πράγματα. Η ζωή είχε αξία όσο μια «Τρύπια Πεντάρα».

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

12 Φεβρουαρίου- Η Λονδρέζικη Μέρα της Λώρας Τζάκσον

Το μυθιστόρημα πίσω από τον αστικό μύθο


Την προηγούμενη φορά που είχαμε αναφερθεί σε ποίηση, ήταν με το «Σκοτεινό Αγγελάκι και το Δέντρο» του Τηλέμαχου Τσαρδάκα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Σήμερα επιστρέφω σε αυτή τη θεματολογία έστω και πλαγίως, με ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα που ξεκινάει μια παράξενη μέρα στην Αγγλία του προηγούμενου αιώνα. Και αυτή η μέρα είναι ένα πολύ μικρό απόσπασμα ή θραύσμα αν θέλετε, από τη ζωή της Λώρας (Ράιντιγκ) Τζάκσον, μιας σημαντικής βρετανίδας ποιήτριας που άφησε το στίγμα της στην ποίηση του δυτικού κόσμου κατά τον 20ο αιώνα.

Η ιστορία της Τζάκσον είναι άλλοτε μυστηριώδης και σκοτεινή, άλλοτε δημιουργική και ρηξικέλευθη, σαφέστατα ιντριγκαδόρικη και μονίμως τυλιγμένη μ’ ένα αφηρημένο, ονειρικό πέπλο. Στη «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο Χρήστος Χρυσόπουλος αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή, για να μας ταξιδέψει μέσα από τα μάτια της ποιήτριας σχεδόν ογδόντα χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στις 27 Απριλίου του 1927, ένα κομβικό σημείο για το υπόλοιπο της πορείας της.

Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία ενός αστικού μύθου στο Λονδίνο εκείνης της εποχής, η Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον προσπάθησε να τερματίσει τη ζωή της, πηδώντας από τον τρίτο όροφο του σπιτιού του εραστή της και επίσης ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς. Μόνο λίγες στιγμές αργότερα ο Ρόμπερτ Γκρέιβς πήδηξε από το παράθυρο ενός ορόφου χαμηλότερα και βρέθηκε στο πεζοδρόμιο δίπλα στην αγαπημένη του. Κανείς από τους δυο τους δεν σκοτώθηκε σε αυτή τη διπλή απόπειρα αυτοκτονίας ή όπως επικράτησε να ονομάζεται, τη «διπλή εκπαραθύρωσή» τους. Ο Γκρέιβς δεν έπαθε τίποτα, όμως η Τζάκσον βρέθηκε ένα βήμα πριν το θάνατο.

Ο Χρυσόπουλος με αφορμή αυτό το γεγονός, πιάνει το νήμα της ζωής της Τζάκσον ακριβώς τη μέρα που συνέρχεται από τις αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε. Η αντίληψή της είναι επηρεασμένη από τις ενέσεις μορφίνης που της χορηγούνταν και η ίδια προσπαθεί να ακροβατήσει στο όριο μεταξύ της λογικής και των ψευδαισθήσεων που το μυαλό της δημιουργεί. Επιπλέον, η τραγική ανάμνηση της «διπλής εκπαραθύρωσης» έχει καταπιεστεί απ’ το συνειδητό της και μοιάζει να έχει καταχωνιαστεί σε ένα σκοτεινό συρτάρι της μνήμης της. Αν και σε άσχημη κατάσταση δραπετεύει από το νοσοκομείο και ξεκινάει μια περιπλάνηση στους δρόμους μιας πόλης, κάθε άλλο παρά οικείας. Προς το τέλος του βιβλίου η ποιήτρια επανέρχεται σταδιακά στην πραγματικότητα και εμείς ανατρέχουμε σε ορισμένες σκέψεις της, όπως το ότι ο μεγαλύτερος φόβος της, είναι η διάψευση της φιλοδοξίας να διατυπώσει κάτι αληθινό με την τέχνη της.

Η πολυτάραχη ζωή της Τζάκσον δεν σταματάει στις σελίδες του βιβλίου. Επόμενος σταθμός είναι το 1940 όταν απαρνήθηκε την ίδια της την τέχνη, συντάσσοντας την πιο διάσημη αποκήρυξη στην ιστορία της ποίησης. Κατόπιν αποσύρθηκε στη σιωπή, βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα ράντσο στη Φλόριντα και αφιέρωσε τα επόμενα τριάντα χρόνια της ζωής της σε ένα ογκώδες φιλοσοφικό δοκίμιο για την ποίηση. Πέθανε τελικά το 1991 με το έργο της αναγνωρισμένο.

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα και αυτό είναι το δέκατο βιβλίο του. Δεν είμαι ούτε αρκετά καλλιεργημένος και ούτε έχω εντρυφήσει τόσο πολύ στην ποίηση για να μπορώ να κρίνω, αλλά η ανάγνωση της «Λονδρέζικης μέρας της Λώρας Τζάκσον», μου δημιούργησε την ακλόνητη αίσθηση ότι ο Χρυσόπουλος κόπιασε πολύ για να μείνει απόλυτα πιστός στο πνεύμα των γραπτών της και το κατάφερε απόλυτα. Πολύ προσεγμένη γλώσσα, σε ένα βιβλίο που δεν θα χαρακτήριζα συνηθισμένο, τόσο σε θεματολογία, όσο και σε δομή, αλλά που νομίζω ότι θα δώσει τροφή για σκέψη σε κάθε αναγνώστη. Μπορεί να διαβαστεί σε πολλά επίπεδα και συγκαταλέγεται σε αυτά που μόλις τα τελειώσετε, σας αφήνουν την αίσθηση ότι έχετε γίνει λίγο καλύτεροι άνθρωποι.


----------------------------------------


Η ποιήτρια που αρνήθηκε την ερμηνεία

Ο συγγραφέας Χρήστος Χρυσόπουλος μιλάει στην «Μπρίζα» για το νέο του μυθιστόρημα «Η Λονδρέζικη Μέρα της Λώρας Τζάκσον»


Συνέντευξη στον Γιάννη Πλιώτα


- Γιατί επιλέξατε τη Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον ως θέμα στο βιβλίο σας και πόσο δύσκολο ήταν να φέρετε σε πέρας την «αποστολή»;

Η Λώρα Τζάκσον είναι μια παραδειγματική προσωπικότητα για όποιον θέλει να στοχαστεί τη γραφή και να διερευνήσει τη φύση του δημιουργού, επειδή πάλεψε με πείσμα μέσα σε αντιφάσεις, αποτυχίες και παρορμήσεις, για να υλοποιήσει τη ρήση του Ενρίκε Βίλα Μάτας: «Εγώ νόμιζα πως ήθελα να γίνω ποιητής, αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα». Η Λώρα βρήκε τη δική της απάντηση σε αυτή την πρόκληση, παραδεχόμενη ότι το τελειότερο ποίημα είναι εκείνο που σιωπά. Ακριβώς εδώ βρισκόταν και η μεγαλύτερη δυσκολία του βιβλίου: η Λώρα Τζάκσον μεταμορφώθηκε σε ένα ποιητικό πρόσωπο που αρνιόταν καθ’ ολοκληρίαν την ερμηνεία. Αυτή την άρνηση θέλησα να τη φωτίσω. Δηλαδή κλήθηκα να την κάνω λογοτεχνία.

- Η «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» είναι περισσότερο μυθιστόρημα, ψηφίδα βιογραφίας ή ποιητικό κείμενο;

Το βιβλίο ξεκινά με την υπόδειξη του μυθιστορήματος και καταλήγει με τον χαρακτηρισμό του «αρχείου». Δηλαδή επικαλείται τη φόρμα του δυνητικού, του ανολοκλήρωτου, ενός κειμένου που βρίσκεται in-progress / «εν τη γενέσει». Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η «Λονδρέζικη μέρα» προσεγγίζει τις διαφορετικές εκδοχές του προσώπου της Λώρας Τζάκσον: ποίηση, πεζογραφία, σκέψη, βιογραφία, και γι’ αυτό είναι και μυθοπλασία, και δοκίμιο, και βιογραφία, δίχως να αποδίδει πρωτείο σε κανένα είδος. Εντέλει προσπαθεί να σκιαγραφήσει μια πολύσημη ανθρώπινη ταυτότητα – όπως πολύσημη, πρισματική και διαρκώς μεταλλασσόμενη είναι κάθε ανθρώπινη ταυτότητα.

- Πόσο δύσκολο είναι να έχει απήχηση στο ελληνικό κοινό ένα τέτοιο βιβλίο;

Σκέφτομαι κάθε καλό βιβλίο ως μια είσοδο προς έναν κόσμο της σκέψης. Αν διαβείς αυτό το κατώφλι, τότε το βιβλίο εκπλήρωσε τον σκοπό του. Ολα λοιπόν εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει κανείς ένα βιβλίο και τι περιμένει από αυτό. Εντούτοις, πιστεύω ότι η «Λώρα» διαθέτει περισσότερες της μιας «εισόδους». Το ζήτημα θυμίζει ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι σουρεαλιστές και ονομαζόταν «ποιος απαντά στην πόρτα». Εν προκειμένω ένας αναγνώστης «χτυπά την πόρτα του βιβλίου». Απαντά η Λώρα. Τότε τι κάνεις; Μπαίνεις ή γυρίζεις την πλάτη;

- Πιστεύετε ότι η ζωή ενός καλλιτέχνη είναι de facto διανθισμένη με στοιχεία εκκεντρικότητας;

Δεν θα μιλούσα για εκκεντρικότητα, αλλά για ενός είδους «μεγέθυνση» φαινομένων που συμβαίνουν σε όλους μας. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι μια έκφανση της πραγματικότητας που ξεπερνά το βίωμα: το γεγονός ότι ένα πρόσωπο έζησε μια μυθιστορηματική πραγματικότητα, λειτούργησε ως μυθοπλαστικός ήρωας, θέλησε να κάνει τη ζωή του έργο τέχνης. Αυτές είναι διαστάσεις της ζωής που στιγμιαία ή περιστασιακά αποκαλύπτονται σε όλους μας – όλοι κάποιες στιγμές νιώθουμε π.χ. «σαν να ζούμε μέσα σε ένα φιλμ ή σε ένα μυθιστόρημα», μόνο που στην περίπτωση των καλλιτεχνών αυτές οι στιγμές πολλαπλασιάζονται, παίρνουν τη μορφή έξης, εμμονής, επαγγελματικής διαστροφής. Αυτή η επίμονη, σχεδόν καταναγκαστική, συνθήκη διαφοροποιεί τις ζωές των καλλιτεχνών. Και με απασχολεί γιατί «ακουμπά» και τη δική μου ζωή.

- Αν ζούσατε στην ίδια εποχή με την Τζάκσον, θα μπορούσατε να είστε φίλοι; Τι θα σας απωθούσε και τι θα σας γοήτευε στον χαρακτήρα της;

Δεν νομίζω ότι η Τζάκσον μπορούσε να διατηρήσει μακροχρόνιες φιλίες – αυτό δεν συνέβη ποτέ στα ενενήντα χρόνια που έζησε. Ή μάλλον, ας πούμε ότι δεν κατάφερε να συντηρήσει εκείνες τις συμβατικές φιλίες που απαιτούν την προσωπική επαφή και την αφοσίωση. Η Λώρα συνδεόταν με τους ανθρώπους παθιασμένα και αυτό αργά ή γρήγορα κατέστρεφε τη διαπροσωπική επαφή. Μπορούσε όμως να διατηρήσει στέρεες φιλίες με τη γραφή κάποιου, με τα κείμενα και με τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ελπίζω πως ναι, θα μπορούσα να «συνομιλήσω» με τη Λώρα Τζάκσον. Μήπως αυτό το βιβλίο, δεν είναι άραγε μια απόπειρα κάποιας τέτοιας, ουσιαστικής και ενδόμυχης, «συνομιλίας»;

- Ενας αγαπημένος σας στίχος από τα ποιήματά της;

Η δυσκολία ενός βιβλίου είναι πρώτα να μην είναι / Η σκέψη κανενός, / Κατόπιν να μείνει για καιρό άγραφο / Οπως θα μείνει αδιάβαστο, / Κατόπιν να χτίσει λέξη προς λέξη έναν συγγραφέα / Και να κατοικήσει το κεφάλι του / Ωσότου το κεφάλι να δηλώσει την κενότητά του / Διακηρύσσοντας οριστικά / Οτι είναι αδειανό.
[Λ. (Ρ.) Τζάκσον, «Οι δυσκολίες ενός βιβλίου».]

- Μια ερώτηση που θα θέλατε να σας κάνουν για το βιβλίο;

«Ποια είναι η γυναίκα στις φωτογραφίες του βιβλίου;»

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

22 Ιανουαρίου- Logicomix


Νομίζω έχουμε μιλήσει και μια από τις προηγούμενες εβδομάδες για το «LOGICOMIX», αλλά θεωρώ ότι αξίζει να το παρουσιάσουμε ξανά αναλυτικά μέσα απ’ τις «σελίδες για άλλες σελίδες», γιατί πραγματικά είναι ένα έργο που πρέπει να διαβαστεί, στο βαθμό που μπορεί να τεθεί «πρέπει» στα όσα αφιερώνει ο καθένας χρόνο για να διαβάσει.

Το «LOGICOMIX» είναι συγκεκριμένα ο καρπός της προσπάθειας μιας ομάδας μαθηματικών και καλλιτεχνών με όραμα, έμπνευση και ιδέες, την οποία συντόνισε η ψυχή της προσπάθειας, ο Απόστολος Δοξιάδης. Θυμίζω ότι ο λογοτέχνης και μαθηματικός κύριος Δοξιάδης, με το μεταφρασμένο σε ούτε λίγο, ούτε πολύ τριάντα γλώσσες βιβλίο του «Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ», καθιέρωσε παγκοσμίως τον όρο «μαθηματική λογοτεχνία», της οποίας πολλά δείγματα βλέπουμε πλέον στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μαζί του στη συγγραφή είναι ο Χρίστος Χ. Παπαδημητρίου, ερευνητής θεωρητικής πληροφορίας στο Μπέρκλεϊ και στο σχέδιο οι Αλέκος Παπαδάτος και η Γαλλίδα Annie Di Donna.

Όλοι οι παραπάνω λοιπόν επιλέγουν να μιλήσουν για τη λογική και τις απαρχές της, με ένα αυτό-αναφορικό κόμικ, το οποίο είναι πάρα πολύ καλά δομημένο και αξιανάγνωστο. Σκοπός τους είναι να εκμεταλλευτούν την αμεσότητα του κόμικ ως τέχνη (έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως η ένατη), για να αφηγηθούν μια ιστορία που ισορροπεί ανάμεσα στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Με άλλα λόγια έναν «λογικό» μύθο.

Η υπόθεση ξεκινάει εμμέσως τρεις μέρες μετά την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία το 1939 και κατά τη διάρκεια της ομιλίας του σημαντικού Βρετανού στοχαστή Μπέρτραντ Ράσελ, προς το διχασμένο κοινό ενός αμερικανικού πανεπιστημίου, με θέμα το «ρόλο της λογικής στα ανθρώπινα πράγματα». Ο Ράσελ είναι ένας άνθρωπος με πάθη, που προσπαθεί να αποφύγει το μονοπάτι που έχει επιλέξει η μοίρα για αυτόν. Παρ’ ότι ασχολήθηκε σε όλη του τη ζωή για τη θεμελίωση της λογικής, τελικά έμεινε περισσότερο γνωστός στην ιστορίας εξαιτίας ενός παραδόξου, το οποίο κλόνισε τα θεμέλιά της. Η ιστορία συνεχίζεται με αναδρομές μπροστά και πίσω στο χρόνο για να καταλήξει έπειτα από ένα συναρπαστικό ταξίδι τριακοσίων δέκα σελίδων στη σύγχρονη Αθήνα και σε μία παράσταση της τραγωδίας «Ορέστεια».

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής θα συναντηθείτε με όλες τις αλλόκοτες διασημότητες του χώρου και μαζί με τον κεντρικό (και εκκεντρικό) χαρακτήρα Ράσελ θα διερευνήσετε ένα αδιαφιλονίκητο και ταυτόχρονα μυστηριώδες γεγονός: το ότι ανάμεσα στους πατέρες της λογικής τα ποσοστά ψύχωσης είναι αφύσικα υψηλά. Είναι πολύ ενδιαφέρων, ιδιαίτερα καθώς –αντίθετα από την κλισέ άποψη- ελάχιστοι από τους άλλους μαθηματικούς πάσχουν ψυχικά. Ίσως η λογική προήλθε η τρέλα, αλλά αυτό μένει σε εσάς να το ανακαλύψετε.

Το «Logicomix» είναι ένα εγχείρημα αξιώσεων, πάνω στο οποίο έχει γίνει εξαιρετική δουλειά από όλους τους συντελεστές, προκειμένου να παραδώσουν στα χέρια μας ένα προσιτό και καθ’ όλα διασκεδαστικό παραμύθι λογικής. Απευθύνεται σε όλους του αναγνώστες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ίκαρος» και ήδη έχει βρει μεγάλη ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας.

15 Ιανουαρίου- Scars of War, Wounds of Peace: The Israeli-Arab Tragedy


Εντάξει κάναμε λίγη πλάκα στην άλλη στήλη, αλλά εδώ πρέπει να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Να πω δηλαδή την άποψή μου και ας αξίζει μονάχα δύο cent, σύμφωνα με την αμερικανική έκφραση, μια δήλωση κι ας είναι λιτή.

Για αρχή λίγα βιβλία για ενημέρωση για όσους διαβάζουν και στα αγγλικά. Αυτό είναι απλά για να αγγίξω λίγο τη θεματολογία της στήλης.


Scars of War, Wounds of Peace: The Israeli-Arab Tragedy”, του Shlomo Ben-Ami.

Περιέχει ενδελεχείς αναλύσεις για την ιστορική διαμάχη μεταξύ Εβραίων και Αράβων, αναφέροντας αντικειμενικά, τα τραγικά λάθη και των δύο πλευρών. Επίσης προτείνει τρόπους μερικής επίλυσης της προαιώνιας κρίσης.


The Losing Battle with Islam”, του David Selbourne .

Αναλύει την ύπαρξη μιλιταρισμού στο Ισλάμ, τη σύγκρουση με τη Δύση και προσπαθεί να διερευνήσει τις ρίζες του, επιρρίπτοντας ευθύνες σε αμφότερες πλευρές.


From Babel to Dragomans: Interpreting the Middle East”, του Bernard Lewis.

Ιστορική αναδρομή μέσα από παλιότερες μελέτες, μαρτυρίες, λόγους πολιτικών και συνεντεύξεις προσώπων που έχω παίξει σημαντικό ρόλο στις κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών.


Για όλα τα υπόλοιπα μπορείτε να ανατρέξετε σε πηγές διαδικτυακών εγκυκλοπαιδειών, να ακούσετε στα δελτία ειδήσεων (όσο δεν γίνεται κάτι στο μικρόκοσμό μας και πετάξει τον πόλεμο από την πρώτη γραμμή), να διαβάσετε εφημερίδες και να ψάξετε σε ιστολόγια, που υποστηρίζουν τη μία ή την άλλη πλευρά.

Η φωτογραφία παρακάτω είναι από το περιοδικό Time. Ελπίζω να φαίνεται αρκετά καθαρά.

Αυτά από εμένα.



1 Ιανουαρίου- Τι είδε η γυναίκα του Λωτ


Χρόνια πολλά σε όλους και καλή χρονιά!

Ενώ πατάω πλήκτρα και εμφανίζονται αυτές οι γραμμές στην οθόνη του υπολογιστή μου, έξω μαίνεται κάτι που μοιάζει με χιονοθύελλα. Υποθέτω ότι τώρα που διαβάζετε την Epirus Pressι έχετε ήδη κάνει απολογισμό της χρονιάς που μας πέρασε και ανασκουμπώνεστε για να θέσετε νέους στόχους.

Κάνοντας κι εγώ μια μικρή ανασκόπηση θα αναφερθώ επιγραμματικά σε ορισμένους τίτλους οι οποίοι αξίζουν να τοποθετηθούν ψηλά στις λίστες με τις μελλοντικές σας αγορές. Αν ψάχνετε, δε, περισσότερα στοιχεία μπορείτε να απευθυνθείτε και στο ιστολόγιο της στήλης, στο http://giannis-pliotas.blogspot.com/.

Ας ξεκινήσουμε.

«Τι είδε η γυναίκα του Λωτ» Ιωάννα Μπουραζοπούλου, εκδ. Καστανιώτης

Αυτό δεν το έχω διαβάσει προσωπικά, αλλά άκουσα πολύ καλά λόγια από ανθρώπους που εμπιστεύομαι με κλειστά μάτια. Μοιάζει λίγο με αλληγορικό παραμύθι και σύμφωνα με την υπόθεση σαράντα αιώνες μετά τη βιβλική καταστροφή στα Σόδομα και τα Γόμορρα, η ίδια εκείνη γη στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας ανοίγει και ένα μυστηριώδες βιολετί αλάτι αναβλύζει. Η εμφάνισή του αλλάζει τη γεωγραφία τριών ηπείρων και μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αγοράς.

«Σκοτώστε τον Ρόμελ» Στίβεν Στίβεν Πρέσσφιλντ, εκδ. Πατάκης

Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις ίσως για τον αξιολογότερο, σύγχρονο συγγραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων. Μετά τις «Πύλες της Φωτιάς» και τα υπόλοιπα βιβλία για την αρχαία Ελλάδα, ο Πρέσσφιλντ αλλάζει εποχή, ρίχνει το βάρος στη μυθοπλασία και μεταφέρεται σε μία από τις κρισιμότερες περιόδους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ίσως η μάχη για τη Βόρειο Αφρική και κατ’ επέκταση για τις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής κριθεί από την αποστολή μίας μικρής περιπόλου. Εξαιρετικό ανάγνωσμα από όλες τις απόψεις.

«Ο Τελευταίος Παλαιολόγος» Γιώργος Λεονάρδος, εκδ. Λιβάνη

Ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα, που περιγράφει την πορεία ενός ρωμιού που ζει στη Βενετία και αποφασίζει να αφήσει την ασφάλεια και τις ανέσεις του προκειμένου να πολεμήσει στην τελευταία πολιορκία της Κωνσταντίνου Πόλης. Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το 2008 και γλώσσα που θα αγαπήσουν οι απαιτητικοί αναγνώστες.

«Ερημιά στο βλέμμα τους» Κώστας Λογαράς, εκδ. Μεταίχμιο

Όπως έχω ξαναγράψει, ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο χρόνο. Ένα οδοιπορικό μέσα στις ψυχές των ανθρώπων και ένας παραλληλισμός των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική, με τους δυστυχισμένους μετανάστες που καταφτάνουν τη σημερινή εποχή στη χώρα μας. Αμάλγαμα ποιητικού λόγου και ντοπιολαλιάς, διανθισμένο από φιλοσοφικές αναζητήσεις και επίκαιρους κοινωνικούς προβληματισμούς.

«Ο Κόσμος της Σοφίας» Γιοστέιν Γκάρντερ, εκδ. Λιβάνη

Δεν πρόκειται για καινούριο βιβλίο, αλλά ακόμα και μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες που έχουν περάσει από την πρώτη έκδοσή του, εξακολουθεί να πουλάει και όχι άδικα. Ο «Κόσμος της Σοφίας» είναι ένα μυθιστόρημα με ήρωες δύο διαφορετικές κοπέλες και έναν ανώνυμο επιστολογράφο, αλλά αυτό είναι μόνο μία αφορμή για να καταβυθιστεί ο αναγνώστης με μαγικό τρόπο στην ιστορία της φιλοσοφίας ανά τους αιώνες. Κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι τα σχολικά εγχειρίδια σε μία ιδανική πολιτεία.