Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Αθηνά Χατζή - Η θάλασσα έφυγε

Ένα ακόμα ωραίο βιβλίο που διάβασα και ευχαριστήθηκα πολύ είναι το νέο μυθιστόρημα της Αθηνάς Χατζή, Η Θάλασσα Έφυγε, που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Πέρα από την άρτια, απολαυστική ιστορία, η απίστευτα έξυπνη και γρήγορη γραφή του σε κάνει να γελάς. Πολλές φορές με τα χάλια μας.


Η υπόθεση σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση: Διάφοροι χαρακτήρες μιας νεοελλάδας που καταρρέει, αναλώνονται στο κυνήγι της ιδανικής σχέσης και του νοήματος της ζωής. Ζωές ανθρώπων που διασταυρώνονται και, ταυτόχρονα, μια κοινωνία που φθίνει με αργούς και σταθερούς ρυθμούς. Μια απλή ιστορία για μια χώρα που νόμιζε ότι θα γίνει μεγάλη. Ένα ερωτικό τρίγωνο που, όπως όλα τα ερωτικά τρίγωνα, είναι ουσιαστικά πολύγωνο.
Άννα & Τάκης: Ζευγάρι καλλιεργημένων πανεπιστημιακών που τους έχει καταπιεί η ρουτίνα. Ο ένας είναι εδώ και χρόνια αφόρητος για τον άλλον. Η Άννα δεν έχει σκεφτεί ποτέ στη ζωή της ότι μπορεί να υπάρχει η έννοια «έρωτας». Ο Τάκης, κυνικός και αμοραλιστής, αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως κατσαρίδες.  
Γιάννης: Λόγω οικογένειας, μεγάλωσε έχοντας πολύ άσχημη άποψη για το γυναικείο φύλο. Καφές και αθλητική εφημερίδα είναι τα δυνατά του σημεία. 
Σίμος: Αγανακτισμένος αντιεξουσιαστής νέος. Φοιτητής της Άννας.
Νταίζη: Η κινητήριος δύναμη του μυθιστορήματος. Λαϊκό παιδί, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, ευφυής, καπάτσα, αρχικά σπουδάζει σε σχολή αισθητικής, μετά πιάνει δουλειά σε κατάστημα με καλλυντικά, μετά τα φτιάχνει με τον Γιάννη, μετά τα φτιάχνει και με τον Τάκη. Γενικά ένα μπλέξιμο η ζωή της. 

Γιατί αξίζει να το διαβάσετε: Η συγγραφέας γράφει εξαιρετικά και καταφέρνει να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη σελίδα. Το βιβλίο έχει πολύ καλό ρυθμό, κοφτά κεφάλαια και σε τραβάει να διαβάσεις την εξέλιξη της υπόθεσης. 
   Οι χαρακτήρες είναι στέρεα δομημένοι και ο αναγνώστης ταυτίζεται εύκολα μαζί τους. Η Χατζή έχει ιδιαίτερο, καταιγιστικό χιούμορ, που θα αρέσει και στους φανς του Λένου Χρηστίδη. 
   Πέρα από το ερωτικό τρίγωνο των πρωταγωνιστών, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η παρουσίαση της ελληνικής κοινωνίας κατά την τελευταία πενταετία. Αν και δεν είναι αυτό το κυρίως θέμα, η συγγραφέας περιγράφει με αιχμές την κατάσταση της χώρας και το γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
   Η θάλασσα που έφυγε, μέσα από τη μελετημένη ελαφρότητά της, θέτει στον αναγνώστη φιλοσοφικά ερωτήματα: η δυναμική κάθε ανθρώπου και η αποτυχία εκπλήρωσής της, το μάταιο κυνήγι της ιδανικής σχέσης, η πίεση και τα στεγανά που πηγάζουν από τις ταξικές διαφορές. Το τέλος αν και είναι γλυκόπικρο, είναι πολύ συνεπές με όσα προηγήθηκαν και δεν μπορώ να το φανταστώ κάπως διαφορετικό, έστω και κατά μία τελεία.

Χαρακτηριστικό απόσπασμα: Και η Νταίζη έγινε υπάλληλος όταν μεγάλωσε. Όχι σε τράπεζα. Σε καλλυντικάδικο. Γνωστής αλυσίδας. Το Πόντος Παλάς ήταν το καμάρι του ιδιοκτήτη του, Χαράλαμπου Τριανταφυλλίδη, εκ Πόντου. Ο Πόντιος, πολυμήχανος και ικανότατος, μανούλα στο εμπόριο, είχε ξεκινήσει πουλώντας κουβαρίστρες παιδάκι ακόμα μετά την Κατοχή, σε μια πόλη καθημαγμένη από πολέμους με εχθρούς και αδελφούς μαζί. Γύρναγε στις γειτονιές με τις κουβαρίστρες του και οι μοδιστρούλες τον κάνανε χάζι, αλλά τις αγοράζανε κιόλας. Ο Χαράλαμπος (Πάκης) μεγάλωσε με ένα όραμα: η Παναγία Σουμελά να οδηγήσει τα βήματά του και να τον βοηθήσει να μεγαλουργήσει. Όπερ και συνέβη. Από τις κουβαρίστρες ο Πάκης έφτασε ιδιοκτήτης αλυσίδας καταστημάτων καλλυντικών και όχι μόνο. Τις μελέτησε τις γυναίκες από νωρίς, από κείνες τις μοδιστρούλες, που στην αρχή τον έπαιζαν στα γονατάκια τους, μετά κατά την εφηβεία του, μεστωμένο παλικαράκι καθώς ήταν, τον έπαιζαν ειδικότερα ανάμεσα στα ποδαράκια τους. 
   Τις αγαπούσε τις γυναίκες ο Πάκης. Τις αγαπούσε και με μία γνήσια ανθρωπολογική περιέργεια τις μελετούσε. Και μάθαινε τα χούγια τους, τις ανασφάλειές τους, τις κοκεταρίες τους και τις προτιμήσεις τους και κατάλαβε από νωρίς ότι μπορεί η γυναίκα να μην έχει να φάει, αλλά το λούσο της, το περιττό της δε θα το στερηθεί. Έτσι, κατέληξε να αφιερωθεί στο γυναικείο φύλο που τόσο αγάπησε και να ταχθεί στην υπηρεσία του καλλωπισμού του. Ένας κόσμος ολόκληρος το Πόντος Παλάς, ένας κόσμος εύοσμος, χρωματιστός, με μουσικές και καραμελίτσες στα ταμεία, με δώρα, προσφορές και εκδηλώσεις, με κληρώσεις και δόσεις, ό, τι ήθελε μια γυναίκα για να γίνει στιγμιαία έστω ευτυχισμένη και για πάντα φτωχότερη κατά αρκετές χιλιάδες δραχμές, εκατοντάδες ευρώ αργότερα. Και μαζί με την πληρέστερη συλλογή μανό των Βαλκανίων, όπως υποστήριζε η εδώ και χρόνια σταθερή διαφημιστική του ατάκα. Και πίσω από τα ταμεία του ισογείου, τα κεντρικά, δέσποζε η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, ως άλλη Αθηνά στο ταξίδι του Ποντίου Οδυσσέα. 
   Ο Πάκης σπανίως πια πήγαινε στο μαγαζί. Πάντοτε το έλεγε μαγαζί και πεισματικά αρνιόταν να το αποκαλέσει κατάστημα ή επιχείρηση ή ό, τι άλλο. Δεν ήταν επιχειρηματίας έλεγε όπου βρισκόταν κι όπου στεκόταν: ήταν έμπορος. Σε μια χώρα και μια εποχή όπου και ο πασατεμπατζής της γωνίας ήθελε να λέγεται και να λογίζεται επιχειρηματίας, ο Πάκης παρέμενε έμπορος και το καυχιόταν κιόλας.


Σ’ αυτό το μαγαζί λοιπόν εργαζόταν η Νταίζη. Η Νταίζη, λίγο πριν ξεκινήσει τα πάρε-δώσει με το Πόντος Παλάς, είχε ξεκινήσει μία σχολή αισθητικής. Δεν την τελείωσε ποτέ, γιατί αποφάσισε ότι δεν την αφορούσε να πιάνει τα κρέατα της καθεμιανής που δεν-έβλεπε-τα-χάλια-της-το-μασάζ-τη-μάρανε-τη-φακλάνα, μάλιστα αυτό το είχε πει σε πελάτισσα σε φάση πρακτικής, και το συγκεκριμένο μασατζίδικο απέρριπτε έκτοτε τις μαθητευόμενες της Σχολής Αισθητικής Αρμονία. Επίσης, είχε αποφασίσει ότι δεν της άρεσε να κόβει πετσάκια, να μισοκόβει κάλους και να προσπαθεί να λειάνει φτέρνες αγρότη που εμφανίζονταν από το πουθενά για να γίνουν βελούδινες απ’ τα χεράκια της. Κι ότι δε θα έπεφτε στους ντελικάτους ώμους της το βάρος του ξετριχιάσματος του σύμπαντος κόσμου και δη μιας φυλής γυναικών κατεξοχήν επενδεδυμένων μετά τριχών. Αν ήταν στο χέρι της θα τις άφηνε όλες να αρκουδιάσουν μέχρι σημείου προβιάς. Εν ολίγοις, η Νταίζη δεν ήταν φτιαγμένη για το χώρο της ομορφιάς και το παραμύθι του. 
   Είχε σταθεί τυχερή από γονιδιακής απόψεως και είχε αρμονικές αναλογίες, καθαρό δέρμα, ελάχιστη τεστοστερόνη, άρα δεν την ταλαιπωρούσαν οι τρίχες και τα σπυριά, δεν κάπνιζε και δεν έπινε ιδιαίτερα, γυμναζόταν, οπότε η κυτταρίτιδα δεν είχε επικαθήσει σαν ακρίδα σε χωράφι ολόσπαρτο πάνω στα μπούτια της, ωραία γερά μαλλιά, εν ολίγοις ό, τι πούλαγε ο κύριος Πάκης θα μπορούσε να της είναι άχρηστο. Πήγε στο Πόντος Παλάς γιατί πήγε μια μέρα ν’ αγοράσει ένα στρινγκ – ναι, είχε κι απ’ αυτά – και είδε στο ταμείο ένα έντυπο προς συμπλήρωση. Το πήρε. Από συνήθεια. Πάντα μάζευε τα έντυπα: στο γυναικολόγο, στο μετρό, απέξω απ’ το μετρό, απέξω απ’ το θέατρο – μία φορά που είχε πάει με κάτι κουπόνια απ’ το σούπερ μάρκετ και είχε δει μια τεράστια βλακεία, οπότε αποφάσισε να μην ξαναπάει, στην εκκλησία – δεν πήγαινε, αλλά περνούσε απ’ την πλατεία που ήταν ανάμεσα στο σπίτι της και τη στάση του λεωφορείου και τα μάζευε απ’ τις θεούσες που τα μοίραζαν. Έτσι, από ένα σοφό φυλλάδιο, είχε μάθει π.χ. ότι είναι αμαρτία να μουντζώνετε τα παιδιά σας και το σημείωσε σε περίπτωση που τεκνοποιούσε να μην τα μουντζώσει, και ότι είναι αμαρτία και η άμβλωση και το σημείωσε για να διπλοτσεκάρει το συρτάρι με τα προφυλακτικά. Την απασχόλησε για κάνα δίλεπτο ποια αμαρτία είναι μεγαλύτερη, δηλαδή άμα είναι να τα κάνεις και να τα μουντζώνεις μήπως είναι καλύτερα να τα αμβλώσεις, αλλά μετά σκέφτηκε ότι εκείνη την αντισύλληψή της δεν τη χαράμιζε και για το πιο λαχταριστό πέος του κόσμου, οπότε δεν ασχολήθηκε άλλο με το αναπαραγωγικό ζήτημα και τη χριστιανική προσέγγισή του. 
   Μέσα σε όλα τα έντυπα λοιπόν, η Νταίζη μάζεψε το έντυπο του Πόντος Παλάς το οποίο εν ολίγοις ζητούσε υπαλλήλους. Ήταν ένα έντυπο γενικής φύσεως, δηλαδή πες μου τι ξέρεις να κάνεις να σου πω τι θα σε κάνω που ο πολυμήχανος Πόντιος είχε ξεπατικώσει από έναν πολυμήχανο και εξόχως ζουμπουρλό Ισπανό, πρώην φτωχό νυν δισεκατομμυριούχο, του οποίου τα μαγαζιά όσο να ‘ναι ξεπερνούσαν το ταπεινό Πόντος Παλάς, καθ’ όσον μάλιστα είχαν εξαπλωθεί ως επιδημία σε όλη την οικουμένη. Το έντυπο όμως έκανε τη δουλειά του και το Πόντος Παλάς εξασφάλιζε διαρκές απόθεμα προθύμων επίδοξων υπαλλήλων το οποίο είχε ανάγκη διότι οι μισθοί ήταν επιεικώς τραγικοί και οι συνθήκες και τα ωράρια εργασίας απολύτως τρομακτικά, συνεπώς πολύ λιγοψυχούσαν και λάκιζαν πριν στεριώσουν.

>Αγοράστε το βιβλίο. 
>Διαβάστε περισσότερα για την Αθηνά Χατζή.

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ελένη Βαηνά - Το αύριο αργεί πολύ

Μετά από αρκετό καιρό επιστρέφω για ένα καλό βιβλίο με κεντρικό άξονα την αναζήτηση μιας φιλόξενης πατρίδας. Είναι το τέταρτο βιβλίο της Ελένης Βαηνά και μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις τόσο λόγω της ιδιαίτερης γραφής όσο και λόγω της πειστικής ιστορικής ατμόσφαιρας.

Η υπόθεση σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση: Λίγο καιρό μετά την επανάσταση του Κιλελέρ, η ζωή στη Θεσσαλία παραμένει μαρτυρική για τους κολίγους. Τρία νεαρά αδέρφια, ο Δημήτρης, ο Αργύρης και η Κατίνα, αποφασίζουν ότι θέλουν κάτι καλύτερο από το μέλλον τους και εγκαταλείπουν τον κάμπο με προορισμό τη Γη της Επαγγελίας, την Αμερική, όπου έχει ήδη μεταναστεύσει ένας θείος τους.
   Το ταξίδι μοιάζει με μακρόσυρτο βασανιστήριο, αλλά τελικά καταφέρνουν να φτάσουν στην Ιθάκη τους, το ελληνικό εστιατόριο «Πελοπόννησος» στην οδό Ρούσβελτ 7, στο Lower East Side του Μανχάταν. Εκεί, σε μια μικρή κάμαρα περνούν τα πρώτα χρόνια τους, προσαρμόζονται, κάνουν όνειρα και ο καθένας παίρνει το δρόμο του.
   Η Κατίνα, ως γυναίκα, αναγκάζεται να αποδεχτεί για σύζυγο της την επιλογή των αδερφών της, και καταλήγει να ζήσει μια καταπιεσμένη ζωή, μακριά από τον άνδρα που πραγματικά αγαπάει.
   Τα χρόνια περνούν και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα σκιαγραφούνται μέσα από τις ζωές των ανθρώπων: μετά το Κραχ του 1929, ακολουθεί μια περίοδος βαθιάς ύφεσης, έρχεται το New Deal, η άνοδος του Ναζισμού και τελικά το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
   Όταν πλέον η οικογένεια της Κατίνας διαλύεται, η ίδια κλείνεται στον εαυτό της και όλοι φοβούνται τα χειρότερα. Έρχεται όμως η μοίρα να αποδώσει δικαιοσύνη και να ενώσει ξανά δύο ανθρώπους που ήταν γραφτό να είναι για πάντα μαζί. 

Γιατί αξίζει να το διαβάσετε: Δυνατά συναισθηματικά στοιχεία, μια μεγάλη ιστορία αγάπης, οικογενειακά δράματα, μίση και πάθη. Η ιδιαίτερη γραφή του, σε συνδυασμό με τη δομή, την απρόσκοπτη ροή και τη συνέπεια των χαρακτήρων, το κάνουν ένα καλό βιβλίο.
   Η Βαηνά καταφέρνει να αναπαραστήσει πιστά την εποχή και να δημιουργήσει μια έντονη ατμόσφαιρα.  Ενδιαφέρουσα μυθοπλασία μέσα στο ιστορικό πλαίσιο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Ανάγλυφοι χαρακτήρες, καλά δομημένοι και με συνεπή συμπεριφορά. Ανατροπές (ευχάριστες και δυσάρεστες). Ηθογραφικά στοιχεία μιας περασμένης εποχής. 
   Το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής προς την Αμερική φέρνει στο νου καταστάσεις του σήμερα. 

 
Χαρακτηριστικό απόσπασμα: Ο Πειραιάς, ένα σωστό μελίσσι. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, χαμάληδες λεροί, ταξιδιώτες καλοντυμένοι που τους ακολουθούσαν υπηρέτες φορτωμένοι με μπαγκάζια, ναυτικοί λίγο πριν μπαρκάρουν, μικροπωλητές που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, κουλουρτζήδες, σαλεπιτζήδες, στραγαλατζήδες, ζητιάνοι με τα χέρια απλωμένα για ελεημοσύνη, μικροαπατεώνες που γύρευαν μέσα στην κοσμοπλημμύρα σε ποιον θα βάλουν χέρι, πόρνες του λιμανιού που ψάρευαν πελάτες και εκατοντάδες εξαθλιωμένοι χωριάτες, που είχαν φτάσει μέχρι εκεί για να βρουν τρόπο ν’ ανέβουν σ’ ένα πλοίο και να φύγουν, αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Κάθονταν οκλαδόν δίπλα σε μπόγους και καλάθια, που έδειχναν πόση προετοιμασία είχαν κάνει αυτοί οι άνθρωποι για το μακρινό ταξίδι. Ορισμένοι, με μάτια πυρετώδη, πηγαινοέρχονταν μέσα στο πλήθος για να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο εισιτήριο· άλλοι, που πλέον είχαν σιγουρέψει το φευγιό τους, αποχαιρετούσαν συγγενείς με αγκαλιές και φιλιά.
«Να μας γράφεις, να μη μας ξεχάσεις», έλεγε μια κακοπαθημένη γυναίκα στο παλικάρι που ολοφάνερα ήταν γιος της. «Να προσέχεις, να μην αρρωστήσεις!»
«Μόλις τακτοποιηθώ, θα φροντίσω να έρθετε και οι υπόλοιποι», απαντούσε ο νέος μη μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του – η χαρά του που έφευγε ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη στενοχώρια που άφηνε την οικογένειά του.
Μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος τα τρία αδέλφια τα έχασαν, ζαλίστηκαν. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πόσο πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν τον ίδιο πόθο με αυτούς. Αμέτρητοι δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και, για να επιζήσουν, είχαν πιαστεί σαν ναυαγοί από το σανίδι της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Το υπερωκεάνιο στα μάτια των παιδιών έμοιαζε με βουνό που έπλεε στο νερό, ένα ανθρώπινο θαύμα. Οι λαμαρίνες άστραφταν κάτω από τον ήλιο καλοβαμμένες, τα άλμπουρα έφταναν ως τον ουρανό, βάρκες στα πλαϊνά του κρεμασμένες, ένα σμάρι από λευκοντυμένους άντρες έτρεχε πάνω κάτω. Κάποιοι έδιναν εντολές με φωνή δυνατή, κάποιοι βιάζονταν να τις εκτελέσουν και άλλοι, μάλλον κατώτεροι, έπλεναν τα καταστρώματα. Μερικοί, κρεμασμένοι σαν μαϊμούδες στα άλμπουρα, έβαφαν με τέχνη αξιοπρόσεχτη κάτι ρίγες που τα έκαναν να ξεχωρίζουν ακόμη περισσότερο. Αν και κρεμασμένοι με σχοινιά, καθόλου δεν επηρεαζόταν η σταθερότητα του χεριού τους. Ο απόπλους είχε οριστεί για το απόγευμα της ίδιας μέρας, γι’ αυτό και επικρατούσε αναβρασμός προετοιμασιών.

>Αγοράστε το βιβλίο σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. 
>Αν είστε στην Αθήνα μπορείτε να γνωρίσετε τη συγγραφέα στην πρώτη παρουσίαση που γίνεται την Πέμπτη στον Ιανό.